- απογιγνώσκω
- ἀπογιγνώσκω κ. απογινώσκω (Α)(νεοελλ., σε χρήση μόνο η μτχ. πρκμ. απεγνωσμένος, -η, -οαπελπισμένος, χωρίς ελπίδα επιτυχίας) βρίσκομαι σε απελπιστική θέση για κάτιαρχ.1. παραιτούμαι από ένα σχέδιο, εγκαταλείπω τον σκοπό μου να πράξω κάτι2. εγκαταλείπω κάτι, χάνω κάθε ελπίδα γι' αυτό3. δεν αποδέχομαι, αρνούμαι την καταγγελία4. απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία, τον αθωώνω.
Dictionary of Greek. 2013.